- ισαμέριος
- ἰσαμέριος, -ον (Α)(δωρ. τ.) βλ. ισημέριος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισημέριος — ία, ον (ΑΜ ἰσημέριος, ία, ον, Α δωρ. τ. ἰσαμέριος, ον) το θηλ. ως ουσ. η ισημερία η εξίσωση τής χρονικής διάρκειας ημέρας και νύχτας, που είναι διαρκής στον ισημερινό*, ενώ σε όλα τα άλλα πλάτη και για όλη τη Γη συμβαίνει δύο φορές το έτος,… … Dictionary of Greek